- μεγαλοσώματος
- -η, -ο (ΑM μεγαλοσώματος, -ον)μεγαλόσωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + σῶμα, σώματος (πρβλ. μικρο-σώματος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοσώματος — large bodied masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσώματον — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem acc sg μεγαλοσώματος large bodied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσωμάτους — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσωμάτων — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσωμάτῳ — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσώματα — μεγαλοσώματος large bodied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσώματοι — μεγαλοσώματος large bodied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλόσωμος — η, ο (Α μεγαλόσωμος, ον) αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σῶμα (πρβλ. υψηλό σωμος) σχηματισμένο από το θ. τής ονομ. αντί μεγαλοσώματος] … Dictionary of Greek